πτολιρραίστης

πτολιρραίστης
ὁ, Α
ο πολιρραίστης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + -ρραίστης (< ῥαίω «σπάω, συντρίβω»), πρβλ. λυκο-ρραίστης, μητρο-ρραίστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”